μαρτυροποιώ

μαρτυροποιώ
μαρτυροποιώ, -έω (Α)
1. παρέχω μαρτυρία
2. μέσ. μαρτυροποιοῡμαι, -έομαι
α) καλώ κάποιον για μαρτυρία
β) βεβαιώνω ενόρκως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυς + ποιῶ, μέσω ενός αμάρτυρου *μαρτυροποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυροποίημα — μαρτυροποίημα, τὸ (Α) [μαρτυροποιώ] ένορκη διαβεβαίωση, κατάθεση …   Dictionary of Greek

  • μαρτυροποίησις — μαρτυροποίησις, ἡ (Α) [μαρτυροποιώ] 1. ένορκη μαρτυρία, βεβαίωση με όρκο 2. κλήση μαρτύρων …   Dictionary of Greek

  • μαρτυροποιία — μαρτυροποιΐα, ἡ (Α) [μαρτυροποιώ] 1. απόδειξη με μάρτυρες 2. αστρολ. άποψη, θέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”